- φαικῶς
- φαικόςadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαικός — ή, όν, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «ἐλαφρός, ἰταμός, κοῡφος, λαμπρός» 2. αυτός που ακμάζει. επίρρ... φαικῶς Α (κατά τον Ησύχ.) «λαμπρῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. φαικός ανάγεται στην ίδια ρίζα με τα επίθ. φαιός, φαίδιμος και έχει πιθ. σχηματιστεί από το… … Dictionary of Greek